- ἐπιχρεώμεναι
- ἐπιχράομαιlend besidespres part mp fem nom/voc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχράω — (I) ἐπιχράω (Α) αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές]. (II) ἐπιχράω (Α) 1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ… … Dictionary of Greek